νεοθηλος

νεοθηλος
    νεόθηλος
    2
    Aesch. = νεοθηλής См. νεοθηλης I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νεοθηλος" в других словарях:

  • νεόθηλος — νεόθηλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) νεοθηλής* (II). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηλος (< θηλή), πρβλ. εύ θηλος] …   Dictionary of Greek

  • νεοθήλου — νεόθηλος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»